- τσιγκόνερο
- το, Νδιάλυμα θειικού ψευδαργύρου χρησιμοποιούμενο παλαιότερα ως φάρμακο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + νερό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσιγκόνερο — το διάλυση θειικού ψευδαργύρου (ως φάρμακο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek